χοινίκη

χοινίκη
η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) εργαλείο για διάνοιξη οπών, τρυπάνι
αρχ.
η χνόη* τού τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. τής λ. χοινικίς*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χοινίκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χνόη — και ιων. τ. χνοίη, ἡ, Α 1. μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, μέσα στο οποίο εισέρχεται και περιστρέφεται ο άξονας, αλλ. χοινίκη 2. φρ. «χνόαι ποδῶν» οι αρθρώσεις τών ποδιών (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χνόη (< *χνοFη)… …   Dictionary of Greek

  • χοινικίς — και σχοινικίς, ίδος, ἡ, Α 1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη 2. ο γύρος τού στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.) 3. είδος ποδοκάκκης 4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα… …   Dictionary of Greek

  • χοινίκαι — χοινίκᾱͅ , χοινίκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”